τυράγνια

τυράγνια
η, Ν
βλ. τυραννία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τυραννία — τυραννία, η και τυράννια, η και τυραγνία, η και τυράγνια, η και τυράγνιο, το 1. η εξουσία του τυράννου, πιεστική και αυθαίρετη διοίκηση, τυραννίδα. 2. μτφ., καταναγκασμός, καταπίεση, μαρτύριο, παίδεμα, βάσανο: Αυτοί οι πόνοι της αρρώστιας είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυράννισμα — και τυράγνισμα, το, Ν [τυραννίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τυραννώ, τυραννία, τυράγνια …   Dictionary of Greek

  • τυραννία — η, ΝΜΑ, και τυραννία και τυραγνία, η, και τυράγνιο, το, Ν [τύραννος] η εξουσία τού τυράννου, τυραννίδα νεοελλ. (κατ επέκτ.) καταδυνάστευση, καταπίεση, βασανισμός (α. «δεν μπορούσε να υποφέρει άλλο την τυράννια του» β. «αυτή δεν είναι ζωή, είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”